-
1 κατα-σινάζω
κατα-σινάζω, = Folgdm, l. d. bei Theocr. 30, 32, καί μευ κατεσίναζε, cod. Palat. καί μευ σίναζε κραντήρ; vgl. die Ausleger.
1 κατα-σινάζω
κατα-σινάζω, = Folgdm, l. d. bei Theocr. 30, 32, καί μευ κατεσίναζε, cod. Palat. καί μευ σίναζε κραντήρ; vgl. die Ausleger.